λαπάθου

λαπάθου
λάπαθον
monk's rhubarb
neut gen sg
λάπαθος
monk's rhubarb
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • LOTIUM — tingendis olim conchyliis admisceri solitum ex Plin. discimus. Est autem conchylium coloris genus multo pallidius dilutisque purpurâ; unde purpuram a conchylio, h. e. purpuream vestem a conchyliata, Plin. idem discernit l. 9. c. 35. Conchylia et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιππολάπαθον — ἱππολάπαθον, τὸ (Α) είδος λάπαθου που φυτρώνει στα έλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + λάπαθον. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππό πορνος] …   Dictionary of Greek

  • λαπαθοειδής — λαπαθοειδής, ές (Α) [λάπαθον] αυτός που έχει σχήμα λάπαθου …   Dictionary of Greek

  • ξινολάπατο — το βοτ. κοινή ονομασία είδους τού λάπαθου …   Dictionary of Greek

  • οξυλάπαθον — ὀξυλάπαθον, τὸ (ΑΜ, Μ και ὀξυλάπαθος, ὁ) είδος τού λάπαθου, γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες αγριολάπαθο και ξινίθρα …   Dictionary of Greek

  • υδρολάπαθο — τὸ, Α είδος λαπάθου που φύεται στο νερό, πιθ. ἱππολάπαθον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + λάπαθον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”